ἐνετύπου

ἐνετύπου
ἐντυπόω
carve
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εντυπώνω — (AM έντυπῶ, όω) χαράζω, τυπώνω κάτι με πίεση, αποτυπώνω, εγχαράσσω («εἰς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποτυπώνω στο μυαλό μου, στη μνήμη μου μσν. (για γράμματα) γράφω αρχ. παθ. είμαι εξομαλυσμένος με πίεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”